- φλεβοτομούμεναι
- φλεβοτομέωopen a veinpres part mp fem nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαρύω — ἐξαρύω (Α) [αρύω] 1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω 2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῑον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.) 3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναι ἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι» … Dictionary of Greek